«Να ακούμε όσα έχουν να μας πουν τα παιδιά που είναι στις δομές φιλοξενίας» τονίζει σε κάθε ευκαιρία η Ταξιαρχούλα Σπανού. Είναι μια νεαρή κοινωνική λειτουργός που αν την γνωρίσεις έστω και λίγο καταλαβαίνεις πολύ γρήγορα την αγάπη και το πάθος που έχει για τη δουλειά της. Η ίδια έτυχε να βρεθεί στα δεκαέξι της σε μια δομή φιλοξενίας ανηλίκων όπου έμεινε για τρία χρόνια και έχει δει από πρώτο χέρι όλα εκείνα τα οποία αναφέρουν οι στατιστικές και οι έρευνες στη σχολή της σχετικά με τις αρνητικές επιπτώσεις, που έχει η ιδρυματοποίηση στα παιδιά.
«Εγώ ήμουν “προνομιούχα” σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά που μεγάλωσαν στην δομή γιατι μπήκα σε μεγάλη ηλικία. Είχα ήδη διαμορφώσει τον χαρακτήρα μου, ήξερα τα όρια μου και δεν επέτρεπα να μου συμπεριφέρονται άσχημα. Όμως, έβλεπα ότι τα υπόλοιπα παιδιά τα μεγάλωναν μαθαίνοντας ότι πρέπει να είναι ευγνώμονες για τη βοήθεια που τους προσφέρεται, τη στέγη και τη διατροφή που τους δίνεται και γι’ αυτό έπρεπε να είναι υπάκουα και να ακολουθούν εντολές. Είχαν πειστεί ότι αν δεν είχαν τη δομή θα βρίσκονταν στον δρόμο. Τους είχε καλλιεργηθεί ο φόβος και η ενοχή, ότι φταίνε και τους αξίζουν τα άσχημα, τα οποία παθαίνουν. Έβλεπες ότι κάποια παιδιά ήταν πιο εσωστρεφή, πιο ντροπαλά, ενώ κάποια άλλα ίσως είχαν μια πιο αντιδραστική συμπεριφορά, καθώς και στις δύο περιπτώσεις, δεν γνώριζαν πως να εκφράζουν το τι αισθάνονταν, ούτε είχαν αναπτύξει τη δεξιότητα της συναισθηματικής αυτορρύθμισης» αναφέρει. Συνήθως στις δομές τα παιδιά είναι πολλά και οι παιδαγωγοί λίγοι, εξηγεί, επομένως όσο καλοί και αν ήταν οι φροντιστές – συνήθως βέβαια δεν ήταν καν επαγγελματίες με την κατάλληλη εκπαίδευση – δεν θα μπορούσαν να εξατομικεύσουν τη φροντίδα που χρειάζεται κάθε παιδί. Γι’ αυτό θα πρέπει να αλλάξει ριζικά το σύστημα της παιδικής προστασίας που προωθεί την ιδρυματοποίηση. Στα ιδρύματα -λόγω της φύσης τους- ακόμη και σε αυτά με τις καλύτερες συνθήκες λειτουργίας είναι αδύνατον να καλυφθούν οι απαραίτητες, για την ανάπτυξη, συναισθηματικές ανάγκες του κάθε παιδιού. Είναι αδύνατον να προσφερθεί φροντίδα, αγάπη και υποστήριξη, η δημιουργία μιας σταθερής σχέσης με ένα σταθερό πρόσωπο αναφοράς για το κάθε ένα παιδί ξεχωριστά και να υπάρξει ένα ασφαλές περιβάλλον για να ενδυναμωθεί, να διαμορφώσει έναν δυνατό χαρακτήρα, να μάθει τι του αρέσει και τι ταλέντα έχει.
Από την ιστορία της εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι στα ιδρύματα υπάρχει μια απρόσωπη μεταχείριση. «Όταν μπήκα στη δομή άλλαξε όλη μου η ζωή. Δεν έμεινε τίποτα ίδιο. Αποκόπηκα από όλους και από όλα. Με ανάγκασαν να αλλάξω περιοχή, σχολείο και δεν μπορούσα να βλέπω πια τις φίλες μου. Δεν θέλησαν να με γνωρίσουν πραγματικά, ώστε να δουν ποια θα ήταν η βέλτιστη λύση για εμένα και να δουν τι άνθρωπος είμαι. Προσπάθησαν εξαρχής να με αποκόψουν από τις φίλες μου και από το περιβάλλον που είχα ήδη διαμορφώσει. Υπάρχουν πράγματι παιδιά που φτάνουν στις δομές και προέρχονται, για παράδειγμα, από ένα παραβατικό περιβάλλον και δύσκολες συνθήκες. Όμως εγώ είχα ένα πολύ διαφορετικό background. Ήμουν πολύ καλή μαθήτρια και μάλιστα ήμουν ένα από τα ελάχιστα παιδιά που πέρασαν στο πανεπιστήμιο. Είναι πολύ μικρά τα ποσοστά των παιδιών που συνεχίζουν στο λύκειο ή περνούν στο πανεπιστήμιο, πράγμα που είναι λογικό γιατί όταν έχουν μεγαλώσει σε ένα δύσκολο περιβάλλον και μετά τοποθετούνται σε ένα πλαίσιο που δεν ικανοποιούνται οι ανάγκες τους, δεν υπάρχει κίνητρο.
Όταν έφτασα στη δομή, μου πήραν το κινητό που είχα ήδη από το σπίτι μου. Μέχρι τα 18 μου δεν μπορούσα να το έχω. Είναι δυνατόν; Να είμαι έφηβη και να μην μπορώ να χρησιμοποιήσω το κινητό μου; Ξαφνικά αναγκάστηκα να ζω με πολύ διαφορετικούς κανόνες. Δεν μπορούσα να πηγαίνω μόνη μου σχολείο – τότε ήμουν Β’ λυκείου- δεν μπορούσα να πάω για έναν καφέ μετά το σχολείο, δεν μπορούσα να βγω τα Σαββατοκύριακα, δεν πήγαινα στα πάρτυ των συμμαθητών μου. Μιλάμε για πολύ απλά πράγματα που κάνουν οι έφηβοι σε αυτήν την ηλικία. Όλα αυτά τα έκανα κανονικά πριν πάω στην δομή, αλλά κόπηκαν με το που βρέθηκα εκεί» εξιστορεί.
Όλα αυτά είναι απαραίτητα για την κοινωνική ανάπτυξη ενός εφήβου, όμως, όπως αναφέρει η Ταξιαρχούλα, υπήρχε ένα ακόμη πιο μεγάλο πρόβλημα και αυτό είναι η υποστήριξη των νεαρών ενηλίκων για την ομαλή τους μετάβαση από την εφηβεία στην ενήλικη ζωή: «Ο ιδρυματικός χαρακτήρας καθιστά αδύνατο να προετοιμαστεί ο έφηβος για τη μετάβαση στην ενηλικίωση. Είναι αδύνατο όταν υπάρχουν τόσα πολλά διαφορετικά παιδιά, χαρακτήρες, ιστορίες, ηλικίες να μπορέσει το ίδρυμα να καλύψει τις ανάγκες ενός παιδιού. Έβλεπα ότι τα υπόλοιπα παιδιά δεν είχαν αναπτύξει καθόλου βασικές δεξιότητες αυτονόμησης. Μερικά παραδείγματα που για παιδιά που μεγάλωσαν σε οικογένεια θεωρούνται δεδομένα: δεν είχαν πάει ποτέ σουπερμάρκετ, δεν ήξεραν τίποτα για τις δημόσιες υπηρεσίες, δεν είχαν μπει ποτέ σε μετρό και δεν ήξεραν πώς να το χρησιμοποιήσουν. Τα πράγματα είναι πολύ πιο δύσκολα για παιδιά με αναπηρίες και ασυνόδευτοι πρόσφυγες, καθώς η ελληνική κοινωνία δεν είναι συμπεριληπτική και δεν διαθέτει κράτος πρόνοιας. Τα παιδιά όταν φτάσουν στα δεκαοχτώ φεύγουν από τη δομή, όσο και αν φοβούνται αυτά που θα αντιμετωπίσουν έξω και ακόμα και αν δεν έχουν δεξιότητες, γιατί δεν αντέχουν άλλο τον εγκλεισμό και την καταπίεση που βιώνουν όλα αυτά τα χρόνια».
Όταν ήρθε η στιγμή της ενηλικίωσής της η Ταξιαρχούλα ανέμενε κάποιου είδους στήριξη από τη δομή, καθώς είχε μόλις περάσει στη σχολή της και της είχαν υποσχεθεί ότι θα της παραχωρούσαν κάποιο διαμέρισμα της δομής μέχρι να ορθοποδήσει, όμως δεν έγινε τίποτα.Τελικά στα δεκαεννιά της, της έδωσαν ένα deadline δύο εβδομάδων για να φύγει από τον ξενώνα και με τη βοήθεια εθελοντών κατάφερε να βρει μια δουλειά, να λάβει μια υποτροφία και να βρει ένα σπίτι να νοικιάσει. «Όταν ξεκίνησα να μένω μόνη μου, με τρόμαζαν πολύ απλά πράγματα όπως τα ΜΜΜ, οι μεγάλες αποστάσεις και τα λεωφορεία. Ακόμα και το σουπερμάρκετ μου φαίνονταν χαοτικό. Παρόλο που είχα μάθει από μικρή να μαγειρεύω στο σπίτι μου, όταν έμεινα μόνη μου ήταν σαν να μην το είχα κάνει ποτέ στην ζωή μου. Μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση αυτό στον εαυτό μου. Και φαντάζομαι πόσο δύσκολο θα ήταν για τα άλλα παιδιά που δεν το έχουν ζήσει καθόλου. Όσο τα παιδιά βρίσκονται στη δομή είναι σε μια γυάλα και δεν κάνουν τίποτα. Όλα γίνονται από άλλους και πολύ απότομα στη συνέχεια πρέπει να γίνουν ενήλικες και υπεύθυνοι του εαυτού τους χωρίς καμία καθοδήγηση. Όταν ένα παιδί ζει με κάποιον γονέα μαθαίνει έστω ασυνείδητα πως γίνονται κάποιες διαδικασίες, το παίρνεις μαζί σου σε δουλειές, μαγειρεύεις και σε βλέπει. Στο ίδρυμα αυτό δεν είναι εφικτό. Κάποια μπορεί να έχουν ζήσει κάποια χρόνια στο σπίτι τους αλλά μπορώ να πω από τον εαυτό μου ότι και αυτά που ήξερα τα είχα ξεχάσει μπαίνοντας στο ίδρυμα».
Σιγά σιγά έμαθε την ενήλικη ζωή, σπούδαζε και δούλευε ταυτόχρονα για να τα βγάλει πέρα καθώς για τα παιδιά που βγαίνουν από τα ιδρύματα δεν υπάρχει συνήθως καμία οικογένεια να τα στηρίξει και καμία βοήθεια από την πολιτεία ούτε για τα όσα πέρασαν ούτε για το τι τα περιμένει. Μέσα από τις σπουδές της η Ταξιαρχούλα έμαθε για θεσμούς όπως ο Συνήγορος του Παιδιού, κάτι για το οποίο δεν είχε ξανακούσει ποτέ μέχρι πρότινος. Μάλιστα, συναντώντας στην ενήλικη πια ζωή της και άλλα παιδιά που μεγάλωσαν σε ιδρύματα – διαφορετικά από το δικό της – συνειδητοποίησε ότι κανένας τους δεν είχε καμία εικόνα για τα δικαιώματά τους όσο μεγάλωναν ούτε για τα όσα μπορούν να καταγγείλουν ακόμη και αργότερα. «Κανείς δεν μαθαίνει στα παιδιά που ζουν στα ιδρύματα ότι έχουν δικαιώματα -που καταπατούνται κατά κόρον- ότι υπάρχει τρόπος να τα διεκδικήσουν και ότι μπορεί να ακουστεί η φωνή τους» αναφέρει η ίδια και συνεχίζει «όταν ενηλικιώνονται εστιάζουν τόσο πολύ στα προβλήματα της καθημερινότητας που συναντούν ώστε δεν ασχολούνται με αυτά τα θέματα γιατί προσπαθούν να βάλουν τη ζωή τους σε μια τάξη και να προλάβουν όλες τις υποχρεώσεις τους, άλλα απωθούν τις μνήμες του παρελθόντος και θέλουν να εστιάσουν στη νέα τους ζωή».
Βλέποντας το παρελθόν και έχοντας όλη αυτήν τη γνώση από τις σπουδές της, η Ταξιαρχούλα θα προτιμούσε να υπήρχαν τότε δομές ημιαυτόνομης διαβίωσης για τους εφήβους. Μικρές δομές δηλαδή με 6-7 παιδιά, όπου η φροντίδα των ειδικών θα ήταν περισσότερο εξατομικευμένη και θα τα προετοίμαζε καταλλήλως για την ενήλικη ζωή. Το ιδανικό φυσικά θα ήταν να μην υπάρχουν καθόλου δομές, «αλλά για να φτάσουμε εκεί, η χώρα έχει να διανύσει πολλά βήματα ακόμη, με σημαντικότερο τους μηχανισμούς στήριξης της οικογένειας, ώστε να μην χρειαστεί η απομάκρυνση ενός παιδιού και η ενίσχυση του θεσμού της αναδοχής» τονίζει.
«Τα κατάφερα, αλλά όλα τα άλλα παιδιά;» αναρωτιέται η Ταξιαρχούλα «Είναι στενάχωρο αυτό που συμβαίνει και υπάρχει ένα τεράστιο κενό και καμία οικονομική, πρακτική ή συναισθηματική υποστήριξη. Ο λόγος για τον οποίο εγώ και οι υπόλοιποι που είμαστε πλέον ενήλικες μιλάμε ανοιχτά για αυτά τα θέματα είναι επειδή θα θέλαμε η κοινωνία να καταλάβει ότι τα ιδρύματα είναι εξ’ ορισμού κακοποιητικά και πρέπει να παλέψουμε όλοι μαζί για την αποϊδρυματοποίηση. Όλα τα παιδιά να είναι σε μία οικογένεια».