13 Ιανουαρίου 2023

«Όλα όσα θα ήθελα να πω στο παιδί μου για το sex», σε ένα βιβλίο για όλη την οικογένεια

Το βιβλίο «Όλα όσα θα ήθελα να πω στο παιδί μου για το SEX» είναι ένα βιβλίο –  οδηγός, για γονείς που αγωνιούν για τη σεξουαλική υγεία των παιδιών τους, αλλά είναι αβοήθητοι ως προς το τι και πώς να μιλήσουν για κάτι που δε γνωρίζουν ούτε οι ίδιοι! Γονείς αμήχανοι παρατηρητές της σεξουαλικής ανάπτυξης των παιδιών μας, σχεδόν όλοι, αφού κανείς δε μας δίδαξε σεξουαλική αγωγή, εκτός ή εντός σπιτιού, αναρωτιόμαστε για το πώς μπορούμε να ενημερωθούμε σωστά και να ενημερώσουμε κατάλληλα τα παιδιά μας, εμποδίζοντας τον τεράστιο όγκο «ακατάλληλης» πληροφορίας που τα καθοδηγεί λανθασμένα, με ολέθριες ορισμένες φορές επιπτώσεις.

Οι συγγραφείς, όλες ψυχοθεραπεύτριες, ψυχαναλύτριες παιδιών και εφήβων, με διαφορετικές ακαδημαϊκά καταβολές, απασχολούμενες σε διαφορετικά πλαίσια – σε κρατικό νοσοκομείο, στο δημόσιο Πανεπιστήμιο, σε ιδιωτικό γραφείο, ως πραγματογνώμονες για θέματα κακοποίησης στα δικαστήρια – στα πλαίσια εργασίας τους, ανήκαν σε μία ομάδα εργασίας, με αρχικό στόχο, την επεξεργασία θεμάτων που αφορούσαν την παραβίαση και την κακοποίηση των παιδιών. Σιγά-σιγά, αναδείχθηκε μία κοινή για όλες τους εμπειρία και ένα καίριο θέμα: πολλές φορές γονείς παιδιών διαφόρων ηλικιών απευθύνονταν  σε εκείνες με αρκετή αγωνία για να συζητήσουν θέματα σχετικά με τη σεξουαλικότητα των παιδιών τους. Αυτά τα θέματα τις περισσότερες φορές συνδέονταν με απόλυτα αναμενόμενα αναπτυξιακά ζητήματα σχετικά με τη σεξουαλικότητα. Ωστόσο, οι γονείς (γονείς που στην πλειονότητα έχουν την ικανότητα να σκέφτονται, να παρατηρούν, να διαβάζουν και να ενημερώνονται) σε αυτό το θέμα διστάζουν,  μπερδεύονται και αναζητούν καθοδήγηση. Επίσης αγωνιούν πολύ για τα ζητήματα σεξουαλικής παραβίασης και κακοποίησης και το πώς θα μπορέσουν να προστατεύσουν τα παιδιά τους.

«Αυτό το βιβλίο», όπως αναφέρεται στον πρόλογο, «άρχισε να γράφεται με αυτούς τους γονείς στο μυαλό μας, και δυστυχώς λόγω των πρόσφατων γεγονότων που βγήκαν στη δημοσιότητα, φαίνεται να είναι αρκετά επίκαιρο».

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου, ενημερώνει σε θέματα παραβίασης του παιδικού σώματος, παρέχοντας χρήσιμες πληροφορίες για την προστασία των παιδιών από τη σεξουαλική κακοποίηση, φαινόμενο που απασχολεί έντονα τη δημοσιότητα των ημερών, για την οποία ρωτήσαμε μία εκ των συγγραφέων, τη Λήδα Αναγνωστάκη, επίκουρη καθηγήτρια Αναπτυξιακής Ψυχολογίας του Τμήματος Εκπαίδευσης και Αγωγής στην Προσχολική Ηλικία του Πανεπιστημίου Αθηνών, ψυχολόγος και ψυχοθεραπεύτρια παιδιών και εφήβων.

Πιστεύετε ότι τα φαινόμενα σεξουαλικής βίας ανηλίκων προς ανήλικους εδράζονται στην έκθεση των παιδιών σε σκηνές σεξουαλικής βίας μέσα από το διαδίκτυο; (πορνογραφία)

Η σεξουαλική παραβίαση και βία δυστυχώς πάντα υπήρχε. Ίσως το διαδίκτυο να έκανε πιο εύκολη την επαφή θυτών με υποψήφια θύματα (αν και όπως δείχνουν όλες οι μελέτες η σεξουαλική παραβίαση/κακοποίηση στη συντριπτική πλειοψηφία δε γίνεται από αγνώστους, αλλά από άτομα στο στενό περιβάλλον των παιδιών). Επίσης, λόγου του διαδικτύου σήμερα τα παιδιά έχουν τη δυνατότητα πιο εύκολης πρόσβασης σε όλα τα είδη των πληροφοριών (ακόμα και σε πορνογραφικό υλικό). Επειδή, λοιπόν, τα παιδιά «δε ζουν σε γυάλα», όπως λέμε και στο βιβλίο, χρειάζεται να ενημερώνονται από την πολύ αρχή της ζωής τους από εμάς, τους γονείς, με τρόπο ανάλογο με το αναπτυξιακό τους στάδιο για το σεξ, τη χαρά και την απόλαυση που αυτό δίνει, όταν γίνεται στην κατάλληλη ηλικία και κατόπιν συναίνεσης, καθώς και τους πιθανούς κινδύνους και τις υπερβολές που μπορεί να προβάλλονται από τα Μέσα και το διαδίκτυο.

Θεωρείτε ότι η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση στα σχολεία, από το νηπιαγωγείο και έως την τελευταία τάξη του λυκείου, όπως γίνεται για παράδειγμα στις σκανδιναβικές χώρες υποδειγματικά, θα βοηθούσε σε μία πιο υγιή σεξουαλική συμπεριφορά;

Η απάντησή μου θα είναι η προφανής: ναι! Όσο πιο νωρίς και πιο απενοχοποιημένα μιλήσουμε στα παιδιά μας για τη σεξουαλικότητα, που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας, τόσο πιο μεγάλη πιθανότητα υπάρχει να τα βοηθήσουμε να αναπτύξουν με υγιή τρόπο και αυτή την πλευρά του εαυτού τους και να δημιουργήσουν όταν είναι η κατάλληλη ηλικία τις σχέσεις που όλοι θα θέλαμε τα παιδιά μας να απολαμβάνουν. Σχέσεις με οικειότητα σε όλα τα επίπεδα και σεβασμό.

Πώς απαντάτε στους γονείς ή και στους εκπαιδευτικούς που θεωρούν ότι η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση εγείρει τη φαντασία και την επιθυμία των παιδιών και οδηγεί ταχύτερα στη σεξουαλική πράξη;

Μα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο! Όσο λόγω δικών μας αγωνιών και παρανοήσεων δε μιλάμε στα παιδιά για το σεξ, κρυφογελάμε, ντρεπόμαστε ή δεν απαντάμε σε ερωτήσεις τους γιατί φοβόμαστε ότι θα τα «πονηρέψουμε», τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα να στραφούν σε άλλους «πληροφοριοδότες» που μπορεί να τους δώσουν στρεβλές πληροφορίες. Αν τα παιδιά δε ρωτούν εμάς, δε σημαίνει ότι δεν έχουν απορίες και ότι δε θα τις αναζητήσουν αλλού, πιθανά με όχι επιθυμητά αποτελέσματα. Επίσης, δίνουμε το μήνυμα ότι το σεξ είναι κάτι περίεργο, ντροπιαστικό, κρυφό, μειώνοντας έτσι τις πιθανότητες τα παιδιά μας να μας μιλήσουν εάν τους συμβεί κάποια παραβίαση. Είναι πολύ σημαντικό να αντιμετωπίσουμε τη σεξουαλική περιέργεια των παιδιών ως μέρος της φυσιολογικής τους ανάπτυξης και να απαντήσουμε στα ερωτήματά τους  όπως απαντάμε σε όλα τα ερωτήματα που μας θέτουν για τη ζωή. Είναι φυσιολογικό να ερχόμαστε καμία φορά σε δύσκολη θέση με τις ερωτήσεις των παιδιών, αλλά ακόμα και τότε μπορούμε να σκεφτούμε ότι οι δικές μας απαντήσεις που θα περιγράφουν την πραγματικότητα με απλό τρόπο και ανάλογα με την ηλικία του παιδιού προστατεύουν περισσότερο τα παιδιά μας απ’ ότι η σιωπή.

Ποια είναι η θέση μας όταν ένα παιδί μας αποκαλύπτει ότι υφίσταται σεξουαλική κακοποίηση; Το πιστεύουμε;

Η πρώτη φορά που θα μιλήσει ένα παιδί για σεξουαλική κακοποίηση είναι σημαντική. Ακόμα και η μη λεκτική αμφισβήτηση μπορεί να αναστείλει τη διήγηση του παιδιού. Με άλλα λόγια, πιστεύουμε αυτά που λέει το παιδί και δεν προσπαθούμε να διερευνήσουμε την αλήθεια ή μη των λεγομένων του. Το πρόσωπο εμπιστοσύνης όπου απευθύνθηκε το παιδί συχνά νιώθει ότι πρέπει να κουβαλήσει την τεράστια ευθύνη να αξιολογήσει εάν τα λεγόμενα του παιδιού είναι αληθή. Αυτό όμως δεν είναι ο πραγματικός του ρόλος. Ο ρόλος του είναι να ακούσει το παιδί και να αποταθεί στην οικογένεια (εάν το πρόσωπο όπου έγινε η αποκάλυψη δεν είναι ο γονέας/κύριος φροντιστής) ή/και στον αρμόδιο φορέα που ακολουθώντας τις προβλεπόμενες διαδικασίες θα διερευνήσει και θα εξακριβώσει τα λεγόμενα του παιδιού.

Ποια θα προτείνατε ως τα 3 βασικά βήματα πρόληψης της σεξουαλικής κακοποίησης;

Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να τα πω αν πρόκειται για ξεχωριστά βήματα, αλλά μάλλον για μία κοινή γραμμή που μπορούμε να ακολουθήσουμε. Οι φροντιστές είναι σημαντικό να μιλούν στα παιδιά, ήδη από πολύ μικρή ηλικία, για το σώμα τους, τα όριά του και την ασφάλειά του. Ο γονέας που λέει στο παιδί «μη με τραβάς γιατί πονάω» ή που ζητάει από τους συγγενείς να ρωτάνε το παιδί αν «θέλει φιλάκι» πριν του το δώσουν ήδη θέτει την πολύ βασική αρχή ότι ο καθένας ορίζει το δικό του σώμα του και ότι έχει απόλυτο δικαίωμα να λέει «όχι» όταν δεν θέλει κάτι που γίνεται επάνω σε αυτό. Μεγαλώνοντας τα παιδιά είναι σημαντικό να ονομαστούν τα μέρη του σώματος, να υπάρχει για το καθένα μία ξεκάθαρη ονομασία που χρησιμοποιείται και  ήδη από τα 3 χρόνια είναι σκόπιμο οι φροντιστές να μιλήσουν για τα ιδιωτικά μέρη του σώματος, δηλαδή, «αυτά που καλύπτει το εσώρουχο» και να εξηγήσουν ότι κανείς ενήλικας ή μεγαλύτερο παιδί δεν έχει δικαίωμα να ζητήσει να τα δει, να τα αγγίξει ή να παίξει με αυτά (ακόμα κι αν το πρόσωπο αυτό είναι κάποιος που γνωρίζουν και συμπαθούν) γιατί είναι «προσωπικά». Οι μόνοι που μπορούν να τα βλέπουν ή να τα πιάνουν (εκτός από το ίδιο το παιδί), και αυτό μόνο αν υπάρχει λόγος (π.χ. να τα βοηθήσουν να πλυθούν), είναι οι φροντιστές που έχουν αναλάβει  τη σωματική φροντίδα του παιδιού. Οι συζητήσεις αυτές δεν γίνονται μόνο μία φορά. Χρειάζεται να επαναλαμβάνονται, όχι με εμμονικό τρόπο, αλλά όπως μιλάμε για τα ζητήματα που αφορούν τα παιδιά και μας απασχολούν. (Δε λέμε, ας πούμε, μόνο μία φορά σε ένα παιδί ότι πρέπει να πλένει τα χέρια του πριν το φαγητό. Θεωρούμε ότι χρειάζεται να το επαναλαμβάνουμε)!

Στις συζητήσεις με το παιδί χρειάζεται να προστεθεί ότι αν κάποιος ζητήσει από το παιδί να αγγίξει ή να δει τα «προσωπικά» μέρη του σώματός του/της, ή του/της ζητήσει να πιάσει τα δικά του «προσωπικά» μέρη, ή δείξει φωτογραφίες με τέτοια μέρη (ή το κάνει να νιώσει αμήχανα ή άσχημα είναι σημαντικό να το πει στους φροντιστές γιατί αυτοί θα ξέρουν να το προστατεύσουν. Είναι σημαντικό να ειπωθεί ξεκάθαρα στα παιδί ότι οι φροντιστές δεν θα θυμώσουν και δεν θα το μαλώσουν, ό,τι και αν πει, ό,τι και αν έχει αισθανθεί, ή ό,τι και αν έχει συμβεί. Για να γίνει πιστευτό αυτό όμως από το παιδί, χρειάζεται οι φροντιστές να το εννοούν, όπως επίσης χρειάζεται να μην ταράζονται από αυτή τη συζήτηση. Με άλλα λόγια, αυτή η συζήτηση προϋποθέτει ότι οι ενήλικες έχουν προσπαθήσει να διαχειριστούν τη δική τους αγωνία γύρω από αυτό το ζήτημα.

Αφήνω για το τέλος ίσως το πιο σημαντικό: ακόμα και αν υπάρχουν συζητήσεις, διδαχές και παροτρύνσεις προς το παιδί σχετικά με περιστατικά σεξουαλικής παραβίασης και πώς μπορεί να προστατευθεί μοιάζει αυτές να μην μπορούν να λειτουργήσουν εάν δεν έχει αναπτυχθεί προηγουμένως μία σχέση ασφάλειας με τα πρόσωπα φροντίδας. Οι όποιες συζητήσεις, διδαχές και παροτρύνσεις δεν είναι, ούτε μπορεί να είναι ξεκομμένες από την καθημερινή πραγματικότητα του παιδιού, αυτή που έχει χτιστεί στην πάροδο των χρόνων. Η σχέση φροντιστή-παιδιού, το είδος του δεσμού που έχει αναπτυχθεί μεταξύ τους, είναι ο πιο  σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει (και) το αν το παιδί θα μοιραστεί περιστατικά που μπορεί να το έχουν προβληματίσει.