Την πρώτη φορά που την άκουσα να αναφέρεται στις επιπτώσεις της κακοποίησης, ήμουν ανυποψίαστη. Καθόμουν χαλαρά στο γραφείο μου και ενόσω κράταγα σημειώσεις είχα αφήσει το video του blod.gr* να παίζει. Η εισηγήτρια καλωσόρισε το ακροατήριο και ξεκίνησε την παρουσίαση της με θέμα «Πώς καταγράφει ο εγκέφαλος την κακοποίηση σε μία περίοδο ταχείας ανάπτυξης». Η φωνή της** με έσυρε δεκαετίες πίσω, την εποχή που «κοιμάται» στο ασυνείδητο και αναδύεται στο συνειδητό αστραπιαία, ολοένα και περισσότερο τα τελευταία χρόνια.
Με θυμάμαι:
Να ανοίγω την πόρτα και να τρέχω την κατηφόρα που η μητέρα μου ανηφόριζε για να την παρακαλέσω να μη μαλώσουν εκείνο το βράδυ. Είχε αργήσει και ο πατέρας μου ήταν έτοιμος να ξεκινήσει τον καυγά. Κάθε βράδυ τις καθημερινές και το Σάββατο, όλη μέρα τις Κυριακές (ήταν η μόνη αργία της εβδομάδας) μάλωναν. Στο σπίτι, στο δρόμο, στο αυτοκίνητο, σε ξένα σπίτια. Γυρίζαμε άρον άρον, όπου και να ήμασταν, για να μαλώσουνε με την ησυχία τους, ανεβάζοντας θορυβωδώς τους χτύπους της καρδιάς μου.
Να στέκομαι ανάμεσα τους και να με σπρώχνουν ασυναίσθητα και εγώ να βολοδέρνομαι σαν κλαράκι που πιστεύει ότι μπορεί να τα βάλει με τον άνεμο.
Να κρύβομαι πίσω από το μαύρο πιάνο και να περιμένω αγκυλωμένη, στρυμωγμένη ανάμεσα στον κρύο τοίχο και στο σκληρό ξύλο, μέχρι να κοπάσει και εκείνη η μπόρα.
Να μαζεύω τα γυαλάκια από τις σπασμένες κορνίζες, τα κομματάκια από τα σπασμένα μπιμπελό, τα απομεινάρια τους ξεσπάσματος της οργής. Το έκανα προσεκτικά για να μην κοπούν εκείνοι, έτσι απρόσεκτοι που ήταν από τον θυμό τους.
Να χαϊδεύω τα χέρια της και να τις σκουπίζω τα δάκρυα. Να τις φέρνω βρεγμένες πετσέτες για να δροσίσει τις πληγές από τις νυχιές που ξέσκιζαν τα χέρια της. Δικές της νυχιές από το ξέσπασμα της απελπισίας των ατελείωτων καυγάδων.
Να κάθομαι γονατιστή δίπλα στο κρεβάτι μέχρι να την πάρει ο ύπνος, κρατώντας της το χέρι. Εξουθενωμένες και εκείνη και εγώ από έναν ακόμη καυγά.
Ποτέ δεν κατάλαβα το γιατί. Ούτε που προσπάθησα να το κατανοήσω. Επείγον ήταν να μη γίνει ένας ακόμη καυγάς. Για μία έστω μέρα. Μία μέρα που θα την κατέγραφα στη μνήμη μου και θα την κράταγα φυλακτό για να κρατηθώ τα επόμενα χρόνια από την ανάμνηση της.
Στα 12 μου ήμουν πια ο σκύλος του Παβλόφ. Το κλειδί στην πόρτα σήμανε ταχυπαλμία, εφίδρωση, αγωνία, απροσδιόριστο φόβο.
Εκεί στα 12, σε έναν ακόμη καυγά, από τους συνηθισμένους που δε συνηθίζονται, λιποθύμησα. Η θερμοκρασία μου έμεινε σταθερή για έναν μήνα στο 37 και 6 και η καρδιά μου χτύπαγε τρελαμένη ζητώντας διαφυγή. Το σώμα μου απαιτούσε να σωπάσει για να σταματήσει να βλέπει, να ακούει, να βιώνει.
Ο γιατρός αποφάνθηκε «αν δε χωρίσετε, το παιδί σας θα πεθάνει». Χώρισαν πράγματι. Ουσιαστικά χώρισαν όταν ο ένας από τους δύο, ο μπαμπάς μου, ο κατά τα άλλα γλυκός και τρυφερός, που ούτε μυρμήγκι δεν πείραζε, εκτός από εκείνον και τη μαμά μου, δεν έφευγε απότομα από τη ζωή. Με μία ανάσα, με ένα άξαφνο σταμάτημα της καρδιάς, έπεσε στην αγκαλιά μου χαμογελώντας και έφυγε. Για χρόνια με κυνήγαγε η πρώτη σκέψη που έκανα μόλις αντίκρυσα το καρφωμένο του βλέμμα «Τι καλά. Δε θα μαλώσουν ποτέ ξανά».
Πώς κατέγραψε ο εγκέφαλος τη συναισθηματική κακοποίηση και την παραμέληση μου σε μία περίοδο ταχείας ανάπτυξης; Η εισηγήτρια ανέφερε πλήθος μετα-τραυματικών συμπτωμάτων, το αποτύπωμα της κακοποίησης στη βασανισμένη μου μνήμη, που δεν μπορεί να συγκρατήσει τον τίτλο του βιβλίου που διαβάζει, όσες φορές και αν το κοιτάξει. Τις εξαρτήσεις της εφηβείας. Τη ροπή στη διαφυγή. Την αδυναμία συγκέντρωσης. Τις αυτοκτονικές εμμονές. Τις κρίσεις πανικού. Την κατάθλιψη. Το βάσανο της σκιάς στην πλάτη μου, που με ακολουθούσε όπου και αν πήγαινα προκαθορίζοντας ακόμη και τις επιλογές μου. Γιατί το θύμα νιώθει ασφαλές με αυτό που γνωρίζει: Να είναι θύμα.
«Πέρα από τα ανεξίτηλα ίχνη που αφήνει η κακοποίηση στον παιδικό ψυχισμό, οι επιδράσεις είναι ορατές και στον εγκέφαλο… ενώ «μπορεί να συντελεί στην ανάπτυξη προβλημάτων συμπεριφοράς, όπως η σεξουαλική δυσλειτουργία αργότερα στη ζωή».***
Χρόνια αργότερα, όταν το παιδί – θύμα έγινε μητέρα, πάλεψα με θεούς και δαίμονες για να μη μεταφερθεί στη ζωή των παιδιών μου, ούτε ίχνος από τη σκιά. Η φωνή δε με άφηνε να ησυχάσω, ούτε τώρα, ούτε εδώ, ούτε μετά από τόση προσπάθεια να γυρίσω σελίδα και να μην επιτρέψω το παρελθόν να γίνει παρόν για τα πιο αγαπημένα μου πλάσματα στον κόσμο. «Με βάση τις τελευταίες έρευνες, οι τραυματικές εμπειρίες που έζησαν προηγούμενες γενιές μπορούν να επηρεάσουν επιγενετικά και τις επόμενες γενιές, «κληρονομώντας» τις επιπτώσεις του προβλήματος».***
Μήνες μετά από εκείνη την πρώτη ενημέρωση για τις επιπτώσεις της κακοποίησης στην ανάπτυξη του εγκεφάλου, άκουσα ξανά την ομιλία της ίδιας εισηγήτριας. Μα αυτή τη φορά, η κάθε της φράση με έκανε να δω καθαρά τι πρέπει να πολεμήσω:
«Δεν είναι όλοι οι γονείς κακοποιητικοί. Αν ήξεραν τι κάνουν, ίσως να ήταν πιο συγκρατημένοι, πιο προσεκτικοί. Οι επιπτώσεις στον ψυχισμό, στη νόηση, στην ανάπτυξη, οι «ασθένειες» από τις οποίες υποφέρουν οι άνθρωποι που έχουν κακοποιηθεί τα πρώτα χρόνια της ζωής τους, όταν ακόμη διαμορφώνονται, αναπτύσσονται, δεν οφείλονται σε κάποια γονιδιακή εντολή, αλλά μόνο σε ό,τι βίωσαν. Εμφανίζονται ως αποτέλεσμα της κακοποίησης που βιώνουν ως παιδιά. Άρα, οι ασθένειες αυτές, η ελλιπής ανάπτυξη, οι προβληματικές νοητικές και ψυχικές καταστάσεις, θα μπορούσαν να είχαν απολύτως αποτραπεί, αν το παιδί βίωνε μία μη κακοποιητική, μία φυσιολογική, υγιή παιδική ηλικία.
Αναρωτιέμαι τι θα μπορούσα να είχα γίνει αν δεν είχα υποστεί κακοποίηση σε μία περίοδο ταχείας ανάπτυξης. Η απάντηση του ψυχαναλυτή ήρθε ήρεμα: «μπορούμε να το υποψιαστούμε από αυτό που είστε τώρα».
Για εμένα μπορεί να είναι αργά, κάποια πράγματα μπαίνουν στη θέση τους με την ψυχοθεραπεία, κάποια άλλα όχι. Για εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά όμως, μπορεί να προληφθεί.
Γονείς ενημερωθείτε. Η ζωή του παιδιού σας δεν μπορεί να γυρίσει πίσω. Κάποιες «αλλοιώσεις» δεν μπορούν να διορθωθούν. Κάποιες σκιές δεν μπορούν να απομακρυνθούν, όσο φως και αν ρίξει η ψυχοθεραπεία.
Τα παιδιά μας είναι η ευκαιρία που μας δίνει η ζωή να αλλάξουμε το παρελθόν μας και να επέμβουμε στο μέλλον μας.
Από μια μητέρα που υπήρξε κακοποιημένο παιδί
BΧ
*Ίδρυμα ΜΠΟΔΟΣΑΚΗ
**Εισηγήτρια: Μαρτίνου Μαρίνα. PhD Αναπτυξιακή Γνωστική Νευροεπιστήμη