Ο χρόνος, η ποιότητα και η ουσία
Η νέα νομοθετική διάταξη για την από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας, o 4800/2021, που ρυθμίζει τις σχέσεις γονέων και παιδιών, μετά το διαζύγιο των γονέων, επιχειρεί να οριοθετήσει έναν ελάχιστο χρόνο επικοινωνίας του παιδιού με τον γονέα που δε διαμένει το παιδί, ορίζοντας ότι ο χρόνος αυτός δεν μπορεί να είναι λιγότερος από το 1/3 του συνολικού χρόνου του παιδιού (όχι διαθέσιμου ελεύθερου χρόνου, αλλά συνολικού χρόνου, δηλαδή των 365 ημερών). Αυτό λοιπόν που προσπάθησε να κάνει ο νομοθέτης είναι να βάλει ένα κριτήριο χρόνου, να ρυθμιστεί χρονικά η ελάχιστη επικοινωνία μεταξύ παιδιού και γονέα. Ωστόσο, εάν αυτός ο «ελάχιστος κοινός χρόνος» μεταξύ παιδιού και γονέα που δε διαμένει με το παιδί, δεν είναι σύμφωνος με τις συνθήκες διαβίωσης του παιδιού, την καθημερινότητα του, το πρόγραμμα του, τις ιδιαίτερες συνθήκες της ζωής του, την ψυχολογία του, τότε αυτό πρέπει να συνυπολογιστεί και εφόσον οι δύο γονείς δεν μπορέσουν να το καθορίσουν εξωδικαστικά, θα πρέπει να κριθεί στο δικαστήριο. Άρα, ακόμη και αν ο νέος νόμος έχει καθορίσει ελάχιστο χρονικό διάστημα με τον γονιό εκτός «γονικής στέγης», «κοιτά» το συμφέρον του παιδιού και το προβάλει ως πρώτο στην όποια διεκδίκηση χρόνου.
Εντός και εκτός γάμου – η γονική μέριμνα ασκείται από κοινού
Όταν το ζευγάρι κάνει παιδί εντός γάμου, η γονική μέριμνα ασκείται από κοινού. Έχουν δηλαδή από κοινού την συν-επιμέλεια, τη συν-διαχείριση και τη συν-εκπροσώπηση των παιδιών τους. Αυτό, σε ιδανική συνθήκη, σημαίνει ότι λαμβάνουν από κοινού όλες τις μικρές και μεγάλες αποφάσεις που αφορούν την ανατροφή του. Το σύνολο των αποφάσεων στην καθημερινότητα ενός ζευγαριού που συμβιώνει αρμονικά, λαμβάνεται «φυσιολογικά», σχεδόν αυτόματα. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο ένας ή ο άλλος γονιός εργάζεται εντατικά και δεν έχει τον διαθέσιμο ελεύθερο χρόνο για το παιδί του. Ωστόσο, αυτό δε γίνεται θέμα συζήτησης ή αντιδικίας, εφόσον το σύστημα της οικογένειας το επιτρέπει.
Για παράδειγμα είναι «φυσιολογικό» ένας γονιός να λείπει όλη την ημέρα και να επιστρέφει όταν τα παιδιά κοιμούνται, αλλά αυτό δεν είναι «αποδεκτό» μετά τον γάμο και απαιτείται, είτε από τον έναν, είτε από τον άλλον, ίση χρονικά απασχόληση με το παιδί. Και το ανάποδο: Ένας γονιός που είναι επιφορτισμένος με την πλήρη απασχόληση του παιδιού εντός γάμου, να του ζητείται να περικόψει στο μισό τον χρόνο απασχόλησης μαζί του. Μέσα στον γάμο λοιπόν «πολλά» θεωρούνται επιτρεπτά. Εκτός γάμου, πολλά μπορεί να αποτελέσουν «πρόβλημα».
Μέσα στο πλαίσιο της συμβίωσης και της καθημερινότητας, δε ρυθμίζει ποτέ η οικογένεια μισές – μισές τις ώρες που περνά ο κάθε γονιός με τα παιδιά. Το όποιο «πρόβλημα» διαθέσιμου χρόνου των γονιών με το παιδί, καλύπτεται από την οικογενειακή συνθήκη. Συνήθως, στη φάση των από κοινού αποφάσεων, αρχίζουν να διαφαίνονται οι διαφορές των δύο συντρόφων και η δυνατότητά τους να τις γεφυρώσουν ή όχι.
Εκεί είναι και η πρόκληση. Να αποδεχτούν ότι σκέφτονται διαφορετικά και να βρουν τη χρυσή τομή, χωρίς να μεταφέρουν την «πρόκληση» αυτή στο παιδί τους. Το παιδί έχει ανάγκη να συνδέεται, για να νιώσει ασφάλεια. Αυτή η σύνδεση αποτελεί υποσυνείδητα και μη, προϋπόθεση για την επιβίωση του. Οτιδήποτε υποδηλώνει τον κλονισμό του συστήματος της προστασίας και επιβίωσης του, βάζει το παιδί σε κατάσταση συναγερμού, άγχους και ανασφάλειας. Προσπαθώντας μάλιστα να δώσει λύση, χάνει συχνά την πολύτιμη παιδική του ηλικία, κουβαλώντας ένα «τραύμα» που του το προκαλούν οι ίδιοι άνθρωποι που θα έπρεπε να το προστατεύουν, χωρίς να έχει κανέναν έλεγχο. Όταν μεγαλώνουν τα παιδιά κάτω από αυτές τις συνθήκες, όλη η ενέργεια τους στρέφεται προς τη «διαμεσολάβηση», και τη «λύση στη διαμάχη μεταξύ των γονέων του». Το παιδί αποκτάει μια εικόνα εαυτού βασισμένη στον ρόλο που καλείται να παίξει και εσωτερικεύει ένα μοντέλο σχέσης που είναι ισορροπημένο . Συχνά το αποτέλεσμα είναι η επαναλαμβανόμενη προσπάθεια να «θεραπεύσει» αυτό το τραύμα, μέσα από τις δικές του σχέσεις, συνήθως αναπαράγοντας το.
Γονεϊκή αποξένωση. Ένας όρος «διεκδίκησης» για το συμφέρον του παιδιού ή του γονιού;
Από τη στιγμή της γέννησης του το παιδί «επιθυμεί» να είναι καλά οι «φροντιστές» του, προκειμένου να εξασφαλιστεί η επιβίωση του. Εκεί εδράζεται και η βαθιά σύνδεση του παιδιού με τους γονείς του, αφού για να επιβιώσει χρειάζεται να είναι αυτοί καλά. Όταν δεν τους «νιώθει» καλά, ακόμη και ως βρέφος, νιώθει τον κίνδυνο της επιβίωσης και «ψάχνει», ανάλογα με το αναπτυξιακό του στάδιο τρόπους για να τους κάνει να νιώσουν καλά έτσι ώστε να μπορέσει και εκείνο να επιβιώσει. Σε αυτό το μοτίβο, το παιδί δεν ασχολείται με τον εαυτό του, το σχολείο του, τους φίλους του, το παιχνίδι του, το διάβασμα του, τα χόμπι του, τα θέλω του, αλλά με αυτούς που «απειλούν» την επιβίωση του.
Όταν ο γονιός που αποχωρεί από τη οικογενειακή στέγη και δε διαμένει με το παιδί του, αναφέρεται σε γονεϊκή αποξένωση ως μορφή κακοποίησης, θα πρέπει να εξεταστεί ποιες είναι οι ανάγκες του παιδιού που παραβιάζονται, ώστε να ορίσουμε αν κακοποιείται. Εάν το παιδί έχει συνδεθεί με τον γονιό του με Ασφαλή Συναισθηματικό Δεσμό, χωρίς να λαμβάνει θέση, ούτε ως σύμμαχος του ενός ή του άλλου γονιού, ούτε να αναφέρεται στον έναν ή στον άλλον γονιό για τη μεταξύ τους διαμάχη, αλλά χτίζει τη δική του σχέση μεμονωμένα και αποκλειστικά με τον κάθε γονιό, που του αφιερώνεται με τη σειρά του αποκλειστικά, τότε το παιδί γίνεται ένας λειτουργικός, αυτόνομος ενήλικας.
Εάν οι σύντροφοι εντός γάμου/συμφώνου δε δούλεψαν ποτέ τη γονεϊκή σχέση και τον γονεϊκό ρόλο τους ως μία από κοινού ευθύνη, αν οι σχέσεις τους δεν έγιναν ποτέ ισορροπημένες ή λειτουργικές, τότε φτάνουν στο διαζύγιο διεκδικώντας εκτός γάμου με το παιδί τους το «μισό – μισό», που ούτως ή άλλως δεν το είχαν ποτέ, εντός γάμου. Η διεκδίκηση αυτή μοιάζει να αφορά περισσότερο την προσπάθεια υπερίσχυσης του ενός γονέα έναντι του άλλου και στην επιβολή της δικής του θέσης -και στον χωρισμό -και καθρεπτίζει τη συγκρουσιακή σχέση των γονέων. Συμβολίζει τη διαμάχη τους και τη συνεχιζόμενη αδυναμία τους να αφήσουν στην άκρη τον δικό τους ανταγωνισμό και να αφουγκραστούν τις ανάγκες του παιδιού τους.
Πώς συνδεόμαστε με ασφάλεια;
Ο συναισθηματικός δεσμός χτίζεται και εξαρτάται από τη συναισθηματική διαθεσιμότητα του γονιού προς το παιδί. Από την καλλιέργεια της μεταξύ τους σχέσης.
Εάν αυτό το «κομμάτι» του συναισθηματικού δεσμού δεν ενεργοποιήθηκε σωστά όσο οι γονείς ζούσαν μαζί, δεν πάρθηκαν οι υγιείς αποφάσεις, δε συζητήθηκαν οι «σχέσεις» και τα συναισθήματα, δε σεβάστηκε κανείς την ανάγκη του παιδιού να είναι καλά, για να μπορέσει ως γονιός να αναλάβει την ευθύνη μίας υγιούς, ειλικρινούς συνύπαρξης, τότε αυτό θα πρέπει να αλλάξει στον χωρισμό. Ίσως ο χωρισμός αποτελέσει ευκαιρία να λάβουν πιο λειτουργικές αποφάσεις, επαναπροσδιορίζοντας τις ανάγκες των παιδιών τους και τις δικές τους. Είναι φυσιολογικό λοιπόν εκτός γάμου να αλλάξουν τα πράγματα που δε λειτούργησαν εντός γάμου. Χρησιμοποιώντας τον διαμοιρασμό του χρόνου που περνάει ο καθένας με το παιδί ως το μοναδικό κριτήριο και χωρίς καμία συνειδητοποίηση ή αξιολόγηση των αναγκών του κάθε παιδιού οι αποφάσεις που θα παρθούν θα εξυπηρετούν τις συναισθηματικές «ανάγκες» των ενηλίκων και δε θα είναι λειτουργικές και τελικά υλοποιήσιμες.
Πόσο χρόνο πρέπει να περνά ο γονιός με το παιδί του, εντός και εκτός σπιτιού;
Τον χρόνο που μπορεί και είναι σωστός για εκείνον και για το παιδί, που είναι κατάλληλος για την περίοδο της ζωής του παιδιού του. Αν οι γονείς του δεν μπορούν να συνεργαστούν με κανέναν τρόπο και να καταλήξουν σε κοινές αποφάσεις μετά τον χωρισμό τους, τότε θα πρέπει να αποφασίσουν να αφήσουν το παιδί ήσυχο. Ακόμη και αν ένα παιδί περνά ίσο χρόνο με τον έναν και τον άλλον γονιό, αν το παιδί βάλλεται από την τοξική σχέση που έχουν οικοδομήσει οι γονείς του, τότε δεν εξασφαλίζεται το πραγματικό συμφέρον του παιδιού. Δεν είναι προς το συμφέρον του παιδιού να το «τραβάει» ο ένας και ο άλλος, με την απαίτηση του ίσου χρόνου για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του, τις τύψεις ή/και τις διεκδικήσεις του.
Το παιδί βάλλεται από την έλλειψη ποιότητας του χρόνου που περνά με τον κάθε γονιό και όχι από τον ίδιο τον χρόνο. Οι γονείς μπορεί να το βάλουν σε αυτή τη διαδικασία και αυτό να του δημιουργήσει πράγματι πρόβλημα, με σκέψεις όπως «ο πατέρας μου θα είναι μόνος του», «τις γιορτές η μητέρα μου θα νιώθει μοναξιά», «δεν μπορώ να πάω στο πάρτι γιατί είναι το ΣΚ του μπαμπά και δε με έχει δει τόσες μέρες». Κάθε γονιός οφείλει να σκεφτεί ότι δεν μπορεί να μετατοπίζει τις δικές του ανάγκες και να τις παρουσιάζει ως ανάγκες του παιδιού. Κανένα παιδί δεν έχει αναρωτηθεί όσο οι γονείς του είναι εντός του ίδιου σπιτιού, πόσο χρόνο περνά με τον έναν ή τον άλλον γονιό. Γιατί να του συμβεί αυτό όταν φεύγει ο ένας ή ο άλλος γονιός; Το παιδί συνεχίζει να έχει τις ίδιες ανάγκες που είχε και όταν οι γονείς τους συμβίωναν. Τα παιδιά χρειάζονται ισορροπημένους γονείς, είτε είναι ζευγάρι είτε όχι.
Για τους ειδικούς ψυχικής υγείας αλλά και για τους νομικούς που διαχειρίζονται θέματα διαζυγίων με παιδιά, ένα είναι απολύτως βέβαιο: Η πραγματική φροντίδα του παιδιού ξεκινά από την εκπαίδευση των γονέων. Οι εκπαιδευμένοι γονείς που έχουν επιτύχει τη συναισθηματική σύνδεση με τα παιδιά τους, δεν επικαλούνται ποτέ το συμφέρον του παιδιού για την ικανοποίηση των δικών τους αναγκών. Μπορούν να αναφέρονται σε αντιδικία που υπήρχε στον γάμο και συνεχίζεται και εκτός γάμου, αλλά σε καμία περίπτωση στο συμφέρον του παιδιού, αφού αυτό εδράζεται στην ομαλή συνεργασία των γονιών του!
Μάρθα Μαρκάκη
Δικηγόρος, Διαπιστευμένη Διαμεσολαβήτρια