Η εκδήλωση άγχους κατά τη βρεφική και νηπιακή ηλικία, όταν ένα παιδί αποχωρίζεται τη μητέρα ή τον πατέρα του ή ακόμη κάποιο πρόσωπο που αποτελεί βασικό φροντιστή του παιδιού, αποτελεί ένα φυσιολογικό στάδιο της ανάπτυξης. Στα περισσότερα παιδιά, το άγχος αρχίζει να υποχωρεί στην ηλικία των 2 ετών. Διανύοντας τον τρίτο χρόνο της ζωής τους, τα παιδιά μαθαίνουν σιγά σιγά να διαχειρίζονται τον αποχωρισμό από τους σημαντικούς άλλους και να γίνονται ολοένα και πιο αυτόνομα. Επομένως, ενώ τα βρέφη και τα παιδιά νηπιακής ηλικίας είναι φυσικό να κλαίνε και να ταράζονται από τον αποχωρισμό με το πρόσωπο που τα φροντίζει, αυτό αλλάζει, καθώς το παιδί μεγαλώνει και είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται πως οι άνθρωποι και τα πράγματα συνεχίζουν να υπάρχουν παρά το γεγονός ότι δεν τους/τα βλέπουν. Παράλληλα, οι εμπειρίες κοινωνικοποίησης και οι θετικές εμπειρίες «αποχωρισμών» που αποκτά συντείνουν στην καλύτερη προσαρμογή του παιδιού.
Μία μικρή ανησυχία κατά την απομάκρυνση από τους γονείς μπορεί να είναι φυσιολογική, ακόμα και όταν το παιδί είναι μεγαλύτερο, όμως το άγχος μπορεί να αποκτήσει τη φύση της διαταραχής, όταν το παιδί αντιμετωπίζει επίμονες, έντονες και δυσανάλογες, για την ηλικία και το αναπτυξιακό στάδιο που βρίσκεται, ανησυχίες και άγχος κατά τον αποχωρισμό. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η εκδήλωση του άγχους μπορεί να περιλαμβάνει έντονους φόβους ότι κάτι κακό μπορεί να συμβεί στα οικεία και αγαπημένα τους πρόσωπα ή στα ίδια, όταν τους αποχωρίζονται, πόνους σε σημεία του σώματος, όπως στο κεφάλι ή στην κοιλιά, έντονα δυσφορικά συναισθήματα κατά τον αποχωρισμό, απροθυμία, εναντιωματική συμπεριφορά ή εκρήξεις κατά την απομάκρυνση, εφιάλτες με σχετικά με τον αποχωρισμό θέματα, καθώς και εμφάνιση άρνησης του παιδιού να πάει στο σχολείο. Πρόκειται για μία διαταραχή που συναντάται κατά την παιδική ηλικία και μπορεί να έχει μία καλή πορεία με την κατάλληλη θεραπευτική υποστήριξη.
Καθώς το άγχος αποχωρισμού είναι ένα φυσιολογικό σημείο στην ανάπτυξη του παιδιού, είναι σημαντικό οι γονείς να μάθουν να το διαχειρίζονται από νωρίς. Αν το παιδί έχει άγχος με τους αποχωρισμούς χρειάζεται οι ενήλικες να μην τους αποφεύγουν, αλλά να τους διευκολύνουν. Οι γονείς είναι καλό να διατηρούν την ηρεμία και την ψυχραιμία τους και να στρέφουν την προσοχή τους στην καλλιέργεια αισθημάτων ασφάλειας στα παιδιά μέσα από την διαθεσιμότητα και την παροχή υποστήριξης σε δυσκολίες, αλλά και στη διαχείριση των συναισθημάτων τους. Παιδιά που αισθάνονται ασφαλή μπορούν να διαχειριστούν καλύτερα τους αποχωρισμούς.
Οι γονείς χρειάζεται επίσης να ενισχύουν τις προσπάθειες του νηπίου να ανεξαρτητοποιηθεί και να αποκτήσει εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του. Σε αυτό είναι πρωτίστως σημαντικό ο γονέας να διαχειρίζεται εκείνος την ένταση και το άγχος που μπορεί να του φέρουν τόσο οι έντονες αντιδράσεις του παιδιού όσο και η απομάκρυνσή του από εκείνο, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για τους πρώτους αποχωρισμούς και/ή μετά από μεγάλο διάστημα που παραμένει στο σπίτι κοντά του. Επίσης, μπορούν να γίνονται βαθμιαίες προσπάθειες, ακόμα και μέσα στο σπίτι, όπου ο γονέας μπορεί να αφήνει για σύντομα διαστήματα το παιδί να παίζει μόνο (έχοντας βέβαια επίβλεψη), να αλλάζει δωμάτιο και να επιστρέφει.
Επιπλέον, οι γονείς χρειάζεται να επιδεικνύουν ευαισθησία στο άγχος και στους φόβους του παιδιού, προσφέροντας επιβεβαίωση και ανακούφιση στο παιδί, όταν αισθάνεται φοβισμένο. Η κριτική δεν θα βοηθήσει σε οποιαδήποτε ηλικία, αντίθετα, η ενθάρρυνση και η επιβράβευση είναι σημαντικές. Επιπλέον, η συζήτηση ή το διάβασμα κάποιου παραμυθιού με θέματα όπως οι φοβίες ή οι αποχωρισμοί, μπορούν να αποτελέσουν ευκαιρία για μοίρασμα σκέψεων και συναισθημάτων για λίγο μεγαλύτερα παιδιά.
Σε πολύ μικρή ηλικία, είναι σημαντική η σταδιακή εξοικείωση του παιδιού με νέα πρόσωπα και χώρους. Το παιδί διευκολύνεται να γνωρίζει νέα πράγματα με την διακριτική και προστατευτική παρουσία του γονέα που το βοηθά να αποκτά νέες εμπειρίες. Κατά την απουσία του γονέα ή του βασικού φροντιστή από το σπίτι/το χώρο που βρίσκεται το παιδί, είναι σημαντικό να μένει με άτομα που αισθάνεται οικεία και καλά. Αν πρόκειται να υπάρξει ένα καινούριο πρόσωπο ως φροντιστής του παιδιού, είναι απαραίτητο να έχει το χρόνο να το γνωρίσει. Επιπλέον, η ενημέρωση του προσώπου για ανάγκες ή δυσκολίες ή για κάτι που βοηθά το παιδί να ηρεμεί θα είναι βοηθητικά για να μπορέσει να το στηρίξει. Ο γονέας μπορεί αρχικά να δοκιμάζει να φεύγει από το σπίτι για μικρότερα διαστήματα, προτού, για παράδειγμα, αφήσει το παιδί για να επιστρέψει στην εργασία του. Επίσης, αγαπημένα αντικείμενα ή ένα αντικείμενο συνδεδεμένο με το γονέα που μπορεί να έχει μαζί από το σπίτι μπορεί να το κάνει αρχικά να νιώσει πιο ασφαλές σε ένα νέο περιβάλλον.
Κατά την αποχώρηση του γονέα/βασικού φροντιστή χρειάζεται να αποχαιρετά το παιδί και να το ενημερώνει για την επιστροφή του, προσδιορίζοντας με κάποιο κατανοητό για εκείνο τρόπο πότε θα επιστρέψει. Είναι βοηθητικό να μην αποφεύγονται οι αποχαιρετισμοί, καθώς μπορεί να είναι πολύ δυσάρεστο ή αγχογόνο αν το παιδί καταλάβει ξαφνικά την απουσία. Από την άλλη πλευρά είναι σημαντικό να μην παρατείνονται κιόλας, αλλά να γίνονται άμεσα, με θετική διάθεση και αυτοπεποίθηση από την πλευρά του ενήλικα, ώστε να μεταφέρεται στο παιδί θετικό συναίσθημα, και όχι αισθήματα ανησυχίας και λύπης. Αν χρειάζεται, μπορεί κανείς να καθησυχάσει το παιδί μιλώντας του για κάποια ευχάριστη κοινή δραστηριότητα με την επιστροφή του προσώπου.
Συχνά οι αποχωρισμοί γίνονται πιο δύσκολοι σε χρονικά διαστήματα που το παιδί αντιμετωπίζει και άλλα στρεσογόνα γεγονότα, όπως η γέννηση αδελφού, η ασθένεια, και εκεί μπορεί να χρειάζεται την στήριξη και την κατανόηση των ενηλίκων.
Σε κάθε περίπτωση, αν το παιδί δυσφορεί για μεγάλο χρονικό διάστημα, αφότου αποχωρίζεται το άτομο φροντίδας, αν πρόκειται για μία κατάσταση που συνεχίζει για αρκετό καιρό ή έχει ξαφνική έναρξη είναι σημαντική η αξιολόγηση και υποστήριξη από κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας.
Φαίη Παπαγεωργίου, Ψυχολόγος, Χειρίστρια Γραμμής ΕΛΙΖΑ 10454