Στην Ελλάδα όταν οι ειδικοί στην πρόληψη και αντιμετώπιση της κακοποίησης των παιδιών μιλούν για στοιχεία και για αναφορές, συμπληρώνουν τις εκτιμήσεις τους με τη φράση «η κορυφή του παγόβουνου», θέλοντας να δηλώσουν ότι οι αριθμοί αποτυπώνουν μόνο αυτό που φαίνεται και όχι την πραγματικότητα. Αυτό συμβαίνει πράγματι, διότι στις περιπτώσεις της κακομεταχείρισης παιδιών τα διαθέσιμα στοιχεία που έχουμε έως σήμερα απορρέουν από τα πορίσματα της Βαλκανικής Επιδημιολογικής Έρευνας για την Κακοποίηση και Παραμέληση Παιδιών, που δημοσιεύθηκαν τον Ιανουάριο του 2013, ενώ τα στοιχεία που δίνονται στους εθνικούς οργανισμούς, όπως στον Εθνικό Οργανισμό Αναφοράς για την Προστασία Θυμάτων Εμπορίας Ανθρώπων, αφορούν ενήλικες και ανήλικους και αποτελούν αποτέλεσμα της συλλογής στοιχείων από φορείς, που αυτοβούλως συλλέγουν τα δικά τους στοιχεία ο καθένας και επίσης αυτοβούλως τα καταθέτουν. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κανέναν εθνικό σύστημα καταγραφής στοιχείων κακοποίησης, θεσμοθετημένο από τα αρμόδια Υπουργεία -Υγείας, Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Δικαιοσύνης και Προστασίας του Πολίτη -που να εκπαιδεύει και στη συνέχεια να «υποχρεώνει» τους επαγγελματίες που φροντίζουν ή εργάζονται για την προστασία των παιδιών, να καταθέτουν την αναφορά τους.
Έχοντας λοιπόν αυτό κατά νου, ένα ρεπορτάζ για τις επιπτώσεις των περιοριστικών μέτρων στο φαινόμενο της σεξουαλικής κακοποίησης και εμπορίας παιδιών, θα αποτυπώσει μόνο την «κορυφή του παγόβουνου», αφήνοντας τον αναγνώστη να υποθέσει μεγεθύνοντας ή και υποβαθμίζοντας τους πραγματικούς αριθμούς, ανάλογα με την οπτική του.
Η 1η επιδημιολογική έρευνα για την κακοποίηση και παραμέληση των παιδιών στην Ελλάδα αποτυπώνει το «κενό» επιδημιολογικής επιτήρησης περιστατικών ΚαΠα Παιδιών
Πίσω στον Οκτώβριο του 2009, το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού -Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας & Κοινωνικής Πρόνοιας, ξεκινά τη διαβαλκανική έρευνα BECAN (Balkan Epidemiological Study on Child Abuse and Neglect), διάρκειας 40 μηνών, με στόχο να μελετήσει τις επιπτώσεις της Κακοποίησης και Παραμέλησης Παιδιών (ΚαΠα-Π) των καταγεγραμμένων περιστατικών ΚαΠα-Π, σε 9 Βαλκανικές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Στις διαπιστώσεις των ερευνητών συμπεριλαμβάνεται το «κενό» σύστημα επιδημιολογικής επιτήρησης περιστατικών κακοποίησης και παραμέλησης παιδιών, το «κενό» βάσης δεδομένων, το «κενό» κεντρικής δομής για την αναφορά περιστατικών. Τα όποια δεδομένα συλλέγονται, αποτελούν αποσπασματική προσπάθεια φορέων και υπηρεσιών, οι οποίοι με δική τους πρωτοβουλία, μεθοδολογία και εργαλεία καταγραφής, δεν επιτυγχάνουν να παράσχουν επαρκείς, πόσο δε μάλλον ακριβείς ενδείξεις εκτίμησης μεγέθους του προβλήματος οποιασδήποτε μορφής κακοποίησης στην Ελλάδα και φυσικά τεκμηριωμένου επιστημονικού σχεδιασμού και πρακτικών πρόληψης και αντιμετώπισης. Η πλέον σημαντική συμβολή της BECAN στην πρόληψη και αντιμετώπιση της ΚαΠα-Π ήταν οι συστάσεις της για την καθιέρωση υποχρεωτικής δήλωσης κρουσμάτων κακοποίησης – σαφείς διαδικασίες και κυρώσεις σε περιπτώσεις μη συμμόρφωσης -μέσα από τη δημιουργία Εθνικού Κέντρου Αναφοράς και τήρηση Ενιαίου Εθνικού Αρχείου Κρουσμάτων Βίας κατά Ανηλίκων, το οποίο έως και σήμερα, Αύγουστο του 2021, δεν έχει υλοποιηθεί.
Οι αναφορές στον Εθνικό Οργανισμό Αναφοράς για την Προστασία Θυμάτων Εμπορίας Ανθρώπων αποκαλύπτουν «την κορυφή του παγόβουνου»
Σύμφωνα με την Έκθεση του Εθνικού Οργανισμού Αναφοράς για την Προστασία Θυμάτων Εμπορίας Ανθρώπων για το 2020, τα περιοριστικά μέτρα της πανδημίας, που διήρκησαν το μεγαλύτερο μέρος του 2020, επηρέασαν τη λειτουργία των Φορέων που είναι ενταγμένοι στον Οργανισμό, με αλλαγές τόσο στις παρεχόμενες υπηρεσίες, όσο και στον τρόπο που αυτές παρέχονταν. Τα δεδομένα της έκθεσης αντλήθηκαν είτε από αναφορές για θύματα εμπορίας -ενήλικα και ανήλικα -τα οποία εντοπίστηκαν ή και έλαβαν υπηρεσίες προστασίας από την 1η Ιανουαρίου του 2020 έως και τις 31 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, είτε από τη διαδικασία παρακολούθησης των υποθέσεων των θυμάτων που παραπέμφθηκαν στον Εθνικό Οργανισμό Αναφοράς (ΕΜΑ), μέσα στο 2019 και συνέχισαν να λαμβάνουν υπηρεσίες προστασίας κατά την περίοδο αναφοράς, εντός δηλαδή του 2020.
Το 2019, πρώτος χρόνος της λειτουργίας του ΕΜΑ, καταγράφηκαν αναφορές για 154 πιθανά θύματα εμπορίας ανθρώπων.
Το 2020, 70 περιπτώσεις του 2019, παρέμεναν ακόμη «ανοιχτές», εκ των οποίων μόνο οι 9 αφορούσαν 9 ανήλικα (παιδιά) πιθανά θύματα εμπορίας. (Σημ.: στον μηχανισμό αναφοράς αναφέρονται τα θύματα εμπορίας ανθρώπων ανεξαρτήτως εάν η εμπορία συνέβη εντός ή εκτός Ελλάδας και ανεξάρτητα από τον χρόνο που έγινε το αδίκημα της εμπορίας). Από τα 9 παιδιά που αναφέρθηκαν ως θύματα εμπορίας ανθρώπων, τα 7 ήταν κορίτσια και τα 2 αγόρια, ενώ ο συντριπτικός αριθμός των θυμάτων (ενήλικων και ανήλικων) προέρχονται από χώρες της Αφρικής.
Τα ανήλικα θύματα, όπως φυσικά και τα ενήλικα, λαμβάνουν βοήθεια σε πολλά επίπεδα, με πιο συχνές, την κοινωνική υποστήριξη, την ψυχολογική υποστήριξη και τη στέγαση. Ειδικότερα τα 9 παιδιά θύματα που αναφέρθηκαν το 2019, κατά τη διάρκεια του 2020, έλαβαν υπηρεσίες στέγασης, νομικής συμβουλευτικής και εκπροσώπησης, ψυχολογικής και κοινωνικής υποστήριξης, εκπαίδευσης (σχολική φοίτηση και μαθήματα ελληνικών), ιατροφαρμακευτική φροντίδα και υλική βοήθεια.
Οι νέες περιπτώσεις πιθανών θυμάτων εμπορίας ανθρώπων το 2020
Ο αριθμός των αναφορών στον ΕΜΑ, από Φορείς του Δημόσιου Τομέα (αστυνομία, νοσοκομεία, Υπηρεσίες Ασύλου, κ.ά.) αλλά και Μη Κυβερνητικών Φορέων και Διεθνών Οργανισμών, κατά το 2020, ανήλθε στις 167, από τις οποίες οι 74 αφορούσαν παιδιά (39 αγόρια και 35 κορίτσια), ενώ και το 2020, από τα οποία τα 33 κατάγονται από τη Βουλγαρία, τα 23 από την Ελλάδα, τα 9 από τη Ρουμανία, τα 6 από την Αλβανία, 1 από τη Γουινέα, 1 από το Καμερούν και 1 από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό.
Δύο (2) είναι ο αριθμός των παιδιών που αναφέρονται ως πιθανά θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης, με τη συντριπτική πλειονότητα να αφορά παιδιά θύματα εκμετάλλευσης επαιτείας
Τα 66 παιδιά θύματα εμπορίας ανθρώπων που κατάγονται από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ελλάδα και Βουλγαρία), είναι θύματα εκμετάλλευσης επαιτείας, ενώ τα 64 από το σύνολο των 74 παιδιών φιλοξενούνταν από τρίτα πρόσωπα, τα 5 από Δομή Φιλοξενίας που διαχειρίζονται ΜΚΟ και από 1 σε Κέντρο Υποδοχής και Ταυτοποίησης, μισθωμένη κατοικία, Δομή Φιλοξενίας ασυνόδευτων ανηλίκων, Κέντρο φιλοξενίας προσφύγων και ένα αδιευκρίνιστο. Στις περισσότερες περιπτώσεις παιδιών θυμάτων εμπορίας ανθρώπων, η στρατολόγηση έγινε στη χώρα καταγωγής και το 2019 και το 2020, ενώ συγκεκριμένα για το 2020, 22 από τα αναφερόμενα παιδιά θύματα εμπορίας ανθρώπων στρατολογήθηκαν στην Ελλάδα. Τα παιδιά στρατολογούνται από ομοεθνείς, συνήθως, στροτολογητές, οι οποίοι στην πλειονότητά τους (οι 91 από τους 114) εμπίπτουν στην κατηγορία «φερόμενοι ως γονείς ή ως άλλοι συγγενείς» και οι οποίοι εκμεταλλεύονται την ευαλωτότητα των παιδιών, ασκούν καταχρηστική εξουσία, τα εξαναγκάζουν, τα εξαπατούν, ενώ σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις, η εκμετάλλευση έλαβε χώρα στην Ελλάδα. Μόλις 2 κορίτσια αναφέρονται ως παιδιά θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης και άλλα 2 κορίτσια θύματα εγκληματικών δραστηριοτήτων, ενώ από τα στοιχεία προκύπτει ότι τα 8 παιδιά θύματα που διέφυγαν και διασώθηκαν, το πέτυχαν με τη βοήθεια τρίτων, με καταγγελία στις Αρχές και παρέμβαση των Αρχών, ενώ 3 απέδρασαν μόνα τους και 1 αφέθηκε ελεύθερο από τον εκμεταλλευτή του. Ωστόσο, 44 παιδιά θύματα εκμετάλλευσης επαιτείας, αν και εντοπίστηκαν, δεν λαμβάνουν υπηρεσίες προστασίας, λόγω της απόλυτης εξάρτησης τους από τους εκμεταλλευτές τους.
Τα στοιχεία που μας δίνει το «Χαμόγελο του Παιδιού» για το 2020
Όσο η Εθνική Γραμμή Καταγραφής της Κακοποίησης των Παιδιών μένει σε εκκρεμότητα και ενόσω η συλλογή των δεδομένων μας γίνεται αποσπασματικά από πολλούς, διαφορετικούς φορείς, κρατικούς, ιδιωτικούς, ΜΚΟ, με εξαιρετικά μεγάλη διαφοροποίηση ως προς τη μεθοδολογία και τα εργαλεία καταγραφής, δεν μπορούμε παρά να παραθέτουμε μεμονωμένα, αποσπασματικά στοιχεία και βάσει αυτών, να ανάγουμε τα συμπεράσματα μας.
Ένα από τα Ιδρύματα που δημοσιοποίησαν Πανελλαδικά Στατιστικά Στοιχεία για το 2020, «Το Χαμόγελο του Παιδιού», βασίστηκε σε στοιχεία που αφορούσαν 1.123 αναφορές κακοποίησης παιδιών (από τις οποίες οι 803 οδηγήθηκαν στην Εισαγγελία) που αφορούσαν 2.009 παιδιά (786 από 0-6 ετών, 657 παιδιά από 7-12 ετών, 340 παιδιά 13-18 ετών και 226 αναφορές για παιδιά άγνωστης ηλικίας). Από το σύνολο των αναφορών, οι 31 αφορούσαν περιστατικά με υποψία Σεξουαλικής Κακοποίησης (8 αναφέρονταν σε αγόρια και 23 σε κορίτσια), ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των περιστατικών (1026), αφορούσαν περιπτώσεις παραμέλησης/εγκατάλειψης. Σύμφωνα με τα στοιχεία των αναφορών που κατέγραψε η Οργάνωση, τα 1799 περιστατικά παιδιών κακοποιήθηκαν από άτομα του άμεσου συγγενικού τους περιβάλλοντος και τα 203 από «άλλο» άτομο, ενώ στον διαχωρισμό του άμεσου συγγενικού περιβάλλοντος αναφέρονται 375 γονείς (και οι δύο), 386 περιστατικά καταγγελιών όπου κακοποιητής αναφέρεται η μητέρα, 191 καταγγελίες που αναφέρονται στον πατέρα, 52 σε άτομα λοιπού συγγενικού περιβάλλοντος και 119 καταγγελίες για «τρίτο» άτομο.
Οι διαπιστώσεις του ανεξάρτητου φορέα «Συνήγορος του Πολίτη» για τα παιδιά που αποφασίζεται να οδηγηθούν σε Ιδρύματα και από τα Ιδρύματα, πάλι στην κοινότητα
Η σχετικά πρόσφατη μελέτη της Ανεξάρτητης Αρχής «Συνήγορος του Πολίτη», που δημοσιοποιήθηκε τον Αύγουστο του 2020, είχε ως στόχο να καταθέσει τις διαπιστώσεις της και τα δεδομένα αναφορικά με τα παιδιά που μένουν μόνιμα σε Ιδρύματα (κλειστές δομές), επανερχόμενη στο ζήτημα, έπειτα από 5 χρόνια (η προγενέστερη μελέτη είχε κατατεθεί το 2015). Σκοπός των διαπιστώσεων και των δεδομένων είναι η προτροπή σε παρεμβάσεις που θα οδηγήσουν κάποια στιγμή στην πλήρη εγκατάλειψη του μοντέλου της «ιδρυματικής» φροντίδας των παιδιών και θα στηρίξουν τη σταδιακή τους «από-ιδρυματοποίηση» και ανάθεση της φροντίδας τους σε οικογένειας και στην κοινότητα. Το πιο σημαντικό που θα πρέπει να κρατήσουμε από την έρευνα αυτή είναι η «μη ενιαία» (ανομοιογενής) διαδικασία με την οποία τα παιδιά καταλήγουν στα ιδρύματα, η απουσία προδιαγραφών σε σχέση με την ιδρυματική φροντίδα και η έλλειψη προστασίας των παιδιών (πρόληψης της ιδρυματοποίησης τους), με υποστήριξη των οικογενειών τους από την κοινότητα.
Κάθε Εισαγγελία έχει διαφορετική προσέγγιση και τρόπο διαχείρισης των καταγγελλόμενων περιπτώσεων
Πολλά από τα παιδιά που βρίσκονται σε ιδρύματα, έχουν βρεθεί εκεί επειδή αποφασίστηκε η απομάκρυνση τους από το οικείο τους περιβάλλον, το σπίτι τους, με εισαγγελική εντολή. Πώς λαμβάνονται όμως αυτές οι αποφάσεις; Πώς αξιολογείται η κατάσταση στο οικογενειακό περιβάλλον των παιδιών; Ποιοι την αξιολογούν; Είναι επαρκής ο αριθμός των κοινωνικών λειτουργών που επιφορτίζονται με αυτό το έργο; Είναι ενιαία η προσέγγιση των Εισαγγελέων και εάν ναι, βασίζεται σε ένα ενιαίο πρωτόκολλο και σε κανόνες, κοινούς για όλες τις Εισαγγελίες; Οι απαντήσεις που δίνονται στην Έκθεση (Αύγουστος 2020) του Συνηγόρου του Πολίτη, είναι μάλλον αποκαρδιωτικές. Η διαδικασία της απομάκρυνσης των παιδιών από τα σπίτια τους «δε διέπεται από ένα ενιαίο πρωτόκολλο και κανόνες για όλες τις Εισαγγελίες», ενώ «οι κοινωνικές υπηρεσίες των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, σχεδόν στο σύνολό τους, είναι σοβαρά υποστελεχωμένες και, επιπλέον, δε διαθέτουν ένα σαφές και επαρκές θεσμικό πλαίσιο αρμοδιοτήτων σε σχέση με την παιδική προστασία και την υποστήριξη οικογενειών με σύνθετα ψυχοκοινωνικά προβλήματα». Επιπλέον, από την έρευνα προέκυψε ότι «σε σύνολο 260 κοινωνικών λειτουργών και 45 ψυχολόγων που απασχολούνται στους 14 Δήμους που απάντησαν το ερωτηματολόγιο του Συνηγόρου, 42 κοινωνικοί λειτουργοί ασχολούνται με την διερεύνηση καταγγελιών κακοποίησης/παραμέλησης, δεδομένου ότι το προσωπικό είναι επιφορτισμένο με πολλές και διαφορετικές αρμοδιότητες και διαμοιρασμένο και σε άλλες υπηρεσίες των Δήμων». (https://www.synigoros.gr/resources/eidikh-ekthesh-eyalwta-paidia.pdf).
Ανομοιογένεια ως προς τις πρακτικές και τα εργαλεία στη διαχείριση των καταγγελιών
Σύμφωνα με τις απαντήσεις των 14 Δήμων που συμμετείχαν στην Έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη, κάποιοι Δήμοι διερευνούσαν καταγγελίες κακοποίησης και παραμέλησης παιδιών χωρίς προηγούμενη εισαγγελική εντολή, κάποιες άλλες οδηγούνταν σε διερεύνηση μόνο έπειτα από εισαγγελική εντολή και κάποιες έπειτα από εντολή κάποιας άλλης υπηρεσίας ή φορέα. Κάποιοι Δήμοι δε χρησιμοποιούσαν εξειδικευμένα εργαλεία ή πρωτόκολλα, ενώ άλλοι χρησιμοποιούσαν το Πρωτόκολλο Διαγνωστικής Εκτίμησης Κακοποίησης – Παραμέλησης του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού. Ωστόσο, και αυτή η χρήση εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του κάθε επαγγελματία.
Τα «κενά» στη διαχείριση των καταγγελιών αλλά και το σοβαρότατο κενό της ανυπαρξίας ξενώνων που θα μπορούσαν αμέσως να φιλοξενήσουν παιδιά με υποψία κακοποίησης, αφού αποφασιστεί η απομάκρυνση τους από το οικογενειακό τους περιβάλλον, μέχρι να αποφασιστεί η ανάθεση της φροντίδας τους σε «οικογενειακό περιβάλλον» και όχι σε Ίδρυμα, συνιστούν «κακοποίηση» για τα παιδιά με υποψία κακοποίησης, άποψη φυσικά της υπογράφοντος του άρθρου, ωστόσο και ισχυρισμός των επιστημονικών συνεργατών του Σωματείου Ελίζα – Εταιρία Κατά της Παιδικής Κακοποίησης, οι οποίοι συχνά επισημαίνουν την αναγκαιότητα ενιαίου πρωτόκολλου διαχείρισης και ενιαίων διαδικασιών καταγγελιών, ενίσχυση του θεσμού των κοινωνικών λειτουργών (και αριθμητικά αλλά και εκπαιδευτικά -επιμόρφωση κοινωνικών λειτουργών), δημιουργία δομών «ενδιάμεσης» φιλοξενίας, απο-ιδρυματοποίηση των παιδιών και φροντίδα σε οικογενειακό περιβάλλον (αναδοχή).
Συμπερασματικά
Η ανεπαρκής, ανομοιογενής ή και ανύπαρκτη (δομές φιλοξενίας) διαχείριση των περιπτώσεων με υποψία κακοποίησης κάθε μορφής -συμπεριλαμβανομένης και της σεξουαλικής κακοποίησης που στην πλειονότητα των περιπτώσεων συμβαίνει εντός του οικείου οικογενειακού περιβάλλοντος, καθιστά «κακοποιητική» την όποια υφιστάμενη διαχείριση για κάθε παιδί που έχει υποβληθεί ή υποβάλλεται σε βία εντός του σπιτιού του και αυτό, δε φαίνεται να διαφοροποιήθηκε, παρά ίσως στο χειρότερο, την εποχή των περιοριστικών μέτρων, αφού οι φορείς και οι υπηρεσίες, ακόμη και οι κρατικές, είχαν «περιοριστεί κατ’ οίκον».
Αντί για επίλογο, παραβάλλονται αυτούσιες δύο παράγραφοι από την έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη (Αύγουστος 2020)
«Αρχή εμμένει στη θέση ότι τα ιδρύματα δεν είναι εν δυνάμει κακοποιητικά, αλλά στην πλειονότητα των περιπτώσεων de facto κακοποιητικά, διότι η ιδρυματική φροντίδα χαρακτηρίζεται από την απουσία σταθερών προσώπων συναισθηματικής αναφοράς για τα παιδιά (δηλαδή προσώπων με ψυχική διαθεσιμότητα προς κάθε παιδί) και από αυστηρή ρουτίνα. Τα ιδρύματα με λίγα λόγια, βλάπτουν όλα τα παιδιά».
«Η διάρκεια παραμονής των παιδιών στα ιδρύματα της χώρας μας, υπερβαίνει σημαντικά τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και, στις περισσότερες περιπτώσεις, φτάνει μέχρι την ενηλικίωσή τους, ενώ σπανίως υποστηρίζεται η σχέση με τη φυσική οικογένεια ή διερευνάται η δυνατότητα επιστροφής σε αυτήν, ή υλοποιείται η εξωιδρυματική εναλλακτική φροντίδα των παιδιών μέσω της αναδοχής ή η οριστική αποκατάσταση μέσω της τεκνοθεσίας»
από τη Βάννα Μαρκετάκη
Υπεύθυνη Στρατηγικού Σχεδιασμού.
Σωματείο ΕΛΙΖΑ – Εταιρεία Κατά της Κακοποίησης του Παιδιού
Δημοσιέυθηκε στην ιστοσελίδα της Πρωτοβουλίας Δικαιοσύνης
Πηγές:
Διεύθυνση Ψυχικής Υγείας & Κοινωνικής Πρόνοιας, Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού, Πρόγραμμα BECAN
Υπουργείο Εξωτερικών. Γραφείο Εθνικού Εισηγητή για την καταπολέμηση Εμπορίας Ανθρώπων. Έκθεση του Εθνικού Μηχανισμού Αναφοράς για την Προστασία Θυμάτων Εμπορίας Ανθρώπων (ΕΜΑ) για το 2020
ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ. Πανελλαδικά Στατιστικά Στοιχεία για το 2020
ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ – THE GREKK OMBUDSMAN. Ειδική Έκθεση «Από το ίδρυμα στην κοινότητα». Ενναλακτική φροντίδα ευάλωτων παιδιών και υποστήριξη οικογενειών. Αύγουστος 2020. Συγγραφή και Επιμέλεια: Ιωάννα Κουβαριτάκη, Σαμάνθα Στρατιδάκη, Μαρία Τσάγκαρη